- δερβίσικος
- και ντερβίσικος, -η, -ο [δερβίσης]Ι. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δερβίση2. ο θαρραλέοςII. επίρρ. δερβίσικα1. με τρόπο που ταιριάζει σε δερβίση2. θαρραλέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντερβίσικος — η, ο βλ. δερβίσικος … Dictionary of Greek